-
1 φιλο-κερδής
φιλο-κερδής, ές, den Gewinn, Vortheil liebend, suchend, gewinnsüchtig; Theogn. 199; Μοῖσα Pind. I. 2, 6; Ar. Plut. 591; καὶ φιλοχρήματος Plat. Rep. IX, 581 a, u. öfter; Xen. u. Folgde.
-
2 ἀμφότερος
ἀμφότερος, α, ον, beide, Hom. oft, in folgenden Formen: ἀμφότεροι, ἀμφοτέρων, ἀμφοτέροισι (ν), ἀμφοτέροις Od. 21, 214, ἀμφοτέρους; ἀμφοτέρῃσι (ν), άμφοτέρῃς Iliad. 12, 382, ἀμφοτέρας; ἀμφοτέρω, ἀμφοτέροιιν Iliad. 5, 207 Od. 20, 327, ἀμφοτέροιν v. l. Iliad. 5, 156; ἀμφότερον Iliad. 3, 179. 4, 60. 145. 7, 418. 13, 166. 18, 365 Od. 14, 505. 15, 78, überall neutr. adverbial gebraucht, in dieser Weise: καί με πρεσβυτάτην τέκετο Κρόνος ἀγκυλομήτης, ἀμφότερον, γενεῇ τε καὶ οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι Iliad. 4. 60; Homer verbindet χεῖρε πετάσσας ἀμφοτέρας Iliad. 21, 116 Od. 24, 398; ἀμφοτέρῃσι (ν) (ohne χερσίν) = mit beiden Händen Od. 10, 964. 11, 594. 17, 356. 18, 28 Iliad. 5, 416. – Ἀμφότερον advb. Archil. bei Plut. Phoc. 7 u. sp. Ep., wie Theocr. 25, 69; Pind. Ol. 6. 17 I. 1. 42, der Ol. 1. 104 auch ἀμφότερα so braucht, wie Aesch. Pers. 717,;. unten; Her. hat so ἀμφοτέρῃ 7, 10. Den sing. hat noch Pind. χείρ N. 7, 94; Plat. Soph. 248 d Hipp. mai. 303 a. Der dual. ist häufiger; Plat. Euthyd. 294 e Parm. 143 c; Xen. An. 1, 1. 1. Am gewöhnlichsten der plur. bei allen Schriftstellern; κατ' ἀμφότερα, auf beiden Seiten, Her. 7, 10; Plat. Parm. 159 a; ἀπ' αμφοτέρων, von beiden Seiten, Her. 7, 97; Xen. Ag. 2, 10; ἐπ' ἀμφότερα, nach beiden Seiten hin, in beiden Beziehungen, λέγεται Her. 3, 87. 8, 22. 9, 97 (in utramque partem); Plat. Phaedr. 274 e; ἀμφότερα abverbial, wie Hom. ἀμφότερον, beides. ἀνίᾳ ὑπερβάλλον ἢ βλάβῃ ἢ ἀμφότερα Gorg. 477 d; ἀμφότερα ἄριστος ὢν καὶ σ τρατηγὸς καὶ ῥα ψῳδός Ion 541 b; διαφέροντες ἢ σοφίᾳ ἢ κάλλει ἢ ἀμφότερα Charm. 153 d; πείϑωμεν ἢ δώροις ἢ χάρισιν ἢ ἀμφότερα Lach. 187 a; φιλοχρήματος καὶ φιλότιμος ἤτοι τὰ ἓτερα τούτων ἢ καί ἀμφότερα Phaed. 68 e; vgl. Soph. 255 b Rep. VIII, 555 d; Xen. Mem. 1, 1. 5; – Callim. ep. 3 (XII, 71); vollständig Strat. 38 (XII, 196); – Theocr. 12, 12 μετ' ἀμφοτέροις für μετ' ἀλλήλοις, Mein. μετὰ προτέροισιν.
-
3 δωρο-δόκος
δωρο-δόκος, 1) Geschenke annehmend, bestechlich; neben φιλοχρήματος Plat. Rep. III, 390 d; Ar. Equ. 401; Din. 1, 41 u. Folgde. – 2) Geschenke gebend, bestechend, VLL., z. B. B. A. 242, καὶ ὁ διδοὺς καὶ ὁ λαμβάνων.
См. также в других словарях:
Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος — (11ος αι.).Βυζαντινός αξιωματούχος. Ήταν αδελφός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’ και καταγόταν από την Παφλαγονία. Υπηρέτησε στη βυζαντινή Αυλή ως ευνοούμενος του Ρωμανού Γ’ (1028 34) και διετέλεσε διαδοχικά προιπόσιτος (αρχιευνούχος του παλατιού) και… … Dictionary of Greek
Βιτέλιος, Αύλος — (Aulus Vitellius,Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 μ.Χ. έγινε ύπατος και τον επόμενο χρόνο… … Dictionary of Greek
φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλάργυρος — η, ο / φιλάργυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνης νεοελλ. 1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυρος τίτλος ονομαστής κωμωδίας τού Μολιέρου 2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα»… … Dictionary of Greek